- Ιωαννίτη
- Ἰωαννίτης, ὁ (Μ)1. κάτοικος τών Ιωαννίνων2. στον πληθ. οἱ Ἰωαννῑταιοπαδοί τού Ιωάννη τού Χρυσοστόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από το τοπωνύμιο Ιωάννινα, ενώ με τη δεύτερη σημ. προέρχεται από το κύριο όν. Ιωάννης].
Dictionary of Greek. 2013.